- αχορηγησία
- ἀχορηγησία και ἀχορηγία, η (Α)έλλειψη προμηθειών ή εφοδίων.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αχορηγησία < αχορήγητος και ο τ. αχορηγία < α- στερ. + χορηγία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀχορηγησίαν — ἀχορηγησίᾱν , ἀχορηγησία want of supplies fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)